ουνιτισμός

ουνιτισμός
ο
το εκκλησιαστικό σύστημα των Ουνιτών (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ουνιτισμός — ή ουνιατισμός, ο εκκλ. το εκκλησιαστικό σύστημα τών ουνιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουνίτες + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Χαρ. Παπαμάρκου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”